ἕκμηνος

ἕκμηνος
ἕκμηνος, ον,
A of six months, half-yearly, ἑκμήνους χρόνους (Pors. for ἐμμήνους) S.OT1137 ;

βίος Arist.HA558a17

: Subst. ἕκμηνος, , half-year,

ἐντὸς ἑκμήνου Pl.Lg.916b

;

ἐν ἑγμήνῳ IG12(9).207.52

(Eretria, iii B.C.), cf. D.C.59.6 ; ἕ. (sc. ἀρχή), , Plb.6.34.3.
II six months old, of an animal, Arist.HA562b27;

μὴ πρεσβύτερον ἐνιαυσίου καὶ ἑγμήνου IG12(5).647.8

([place name] Ceos).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έκμηνος — ἔκμηνος, ον (Α) 1. εξάμηνος, εξαμηνιαίος 2. ηλικίας έξι μηνών 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔκμηνον το εξάμηνο …   Dictionary of Greek

  • ἕκμηνος — of six months masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκμηνον — ἕκμηνος of six months masc/fem acc sg ἕκμηνος of six months neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκμήνου — ἕκμηνος of six months masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκμήνους — ἕκμηνος of six months masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκμήνῳ — ἕκμηνος of six months masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”